- βαλανηφάγος
- βαλανηφάγοςacorn-eatingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλανηφάγος — βαλανηφάγος, ο (Α) αυτός που τρώει βαλανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + φαγος < φαγείν, απρμφ. αόρ. β του εσθίω, με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο προς αποφυγή τριών βραχείων συλλαβών] … Dictionary of Greek
βαλανηφάγον — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc sg βαλανηφάγος acorn eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγοι — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγους — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βαλανηφαγία — βαλανηφαγία, η (Α) [βαλανηφάγος] το να τρώει κανείς βαλανίδια … Dictionary of Greek